- ἐλάφου
- ἔλαφοςdeermasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐλάφου — Ἔλαφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALCES — I. ALCES Bithyniae fluv. Plin. l. 5. c. ult. II. ALCES apud Solin. c. 23. ubi de Germania, Est et alces mulis comparanda, adeô propensô labrô superiore, ut nisi recedens in posteriora vestigia pasci non queat. Scandinavia insula ê regione… … Hofmann J. Lexicon universale
AUGA seu AUGE vel AUGEA — AUGA, seu AUGE, vel AUGEA mater Telephi, quam Euripides dicit ab Aleo patre Arcadiae Rege (cum ab Hercule in monte Parthenio, corrupta deprehenderetur) in urna quadam cum Telepho filio impositam, mari demersam, Palladis providentiâ, ad Caici… … Hofmann J. Lexicon universale
INNUS — Graece ἴννος pullus equi et asinae, vide supra Hinnus. Item παῖς fil. Hesych. ἴννους, παῖδας. Unde innulus vel hinnulus, παῖς ἐλαφου ἴνα enim Graeci loquuntur, πῶλοι, παῖδες ἵππων. Sic Latini filios et liberos. Isid. Innuli filit sunt cervorum.… … Hofmann J. Lexicon universale
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek
οκτάρριζος — ὀκτάρριζος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οκτώ ρίζες 2. (για τα κλαδωτά κέρατα τής ελάφου) αυτός που έχει οκτώ αιχμηρά άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ρριζος (< ρίζα), πρβλ. τετρά ρριζος] … Dictionary of Greek
περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
Αγιάς, δήμος — Νέος δήμος (6.458 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγιάς, Αετολόφου, Ανάβρας, Γερακαρίου, Ελάφου, Μεγαλοβρύσου, Μεταξοχωρίου, Νερομύλων και Ποταμιάς, οι οποίες καταργήθηκαν … Dictionary of Greek
Δερβιζιάνων, δήμος — Νέος δήμος (3.552 κάτ.) του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αλεποχωρίου, Μπότσαρη, Αρδόσεως, Αχλαδέων, Βαργιάδων, Γεωργάνων, Δερβιζιάνων, Ελάφου, Μπεστιάς, Παλαιοχωρίου Μπότσαρη,… … Dictionary of Greek
Ελαφίνας, δήμος — Νέος δήμος (5.213 κάτ.) του νομού Πιερίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αρωνά, Ελάφου, Εξοχής, Καταλωνίων, Λαγορράχης, Μοσχοποτάμου, Παλαιού Κεραμιδίου και Τριλόφου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα … Dictionary of Greek